- τουρλού
- το, Ν1. φαγητό τού φούρνου με πολλά λαχανικά, κυρίως καλοκαιρινά2. φρ. «τουρλού-τουρλού» — ανάκατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. turlu].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουρλού — το άκλ. (λ. τουρκ.) 1. φαγητό του φούρνου από ανάμειχτα λαχανικά. 2. φρ., «τουρλού τουρλού», λογής λογής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)